Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:

back staff


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο staff παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: back
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
staff n invariable (personnel)προσωπικό ουσ ουδ
Σχόλιο: used with a singular or plural verb
 The company is planning to hire new staff soon. How many staff are there in total at your school?
staff,
plural: staves,
staffs
n
(walking stick)ραβδί ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)μπαστούνι ουσ ουδ
 The pilgrim walked with a staff.
 Ο προσκυνητής περπατούσε μ' ένα μακρύ ραβδί.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο παππούς μου περπατούσε με μπαστούνι.
staff [sth] vtr (provide [sth] with personnel) (εταιρεία κλπ)στελεχώνω ρ μ
  (στρατός)επανδρώνω ρ μ
 They staffed the company with temporary workers.
 Στελέχωσαν την επιχείρηση με προσωρινούς εργαζόμενους.
staff n (rod)ραβδί ουσ ουδ
  (επίσημο)ράβδος ουσ θηλ
 The Yoruba people use a diviner's staff in some rituals.
 Οι Γιορούμπα χρησιμοποιούν ένα μαγικό ραβδί σε ορισμένα τελετουργικά.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
staff,
plural: staves,
staffs
n
(shepherd's crook)γκλίτσα, αγκλίτσα ουσ θηλ
  (επίσημο)ποιμενική ράβδος επίθ + ουσ θηλ
 The shepherd used his staff to guide his sheep.
staff n (military: command)προσωπικό ουσ ουδ
 The general's staff takes care of administrative issues.
staff,
stave
n
(musical notation)πεντάγραμμο ουσ ουδ
 The composer corrected the note on the musical staff.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
administrative staff n (team of clerical workers)διοικητικό προσωπικό επίθ + ουσ ουδ
  διοικητικοί υπάλληλοι επίθ + ουσ αρσ/θηλ
Σχόλιο: Used with a singular or plural verb
at half-mast,
also US: at half-staff
adv
(flag: flying low)μεσίστια επίρ
  μεσίστιος επίθ
bar staff n (personnel serving drinks)προσωπικό σε μπαρ φρ ως ουσ ουδ
Σχόλιο: used with a singular or plural verb
camp staff n US (employees of a summer camp)προσωπικό κατασκήνωσης περίφρ
Σχόλιο: Used with a singular or plural verb
 The camp staff was mostly made up of high school and college students.
Chief of Staff,
chief-of-staff
n
(military officer)Αρχηγός Στρατιωτικού Επιτελείου ουσ αρσ
chief of staff,
chief-of-staff
n
(politician's aide)υπεύθυνος πολιτικού γραφείου, υπεύθυνη πολιτικού γραφείου φρ ως ουσ αρσ, φρ ως ουσ θηλ
 The U.S. President’s Chief of Staff is a very powerful position, sometimes dubbed “The Second-Most Powerful Man in Washington”.
Chief of Staff,
chief of staff
n
(head of any staff group)προσωπάρχης ουσ αρσ/θηλ
coaching staff npl (sportspeople: trainers)προπονητές ουσ αρσ πλ, ουσ θηλ πλ
Σχόλιο: Used with a singular or plural verb
 After the team's dismal record this year the owners fired 80% of the coaching staff.
coaching staff npl (employees: train others) (ανάλογα την περίπτωση)εκπαιδευτές, εκπαιδεύτριες ουσ αρσ πλ, ουσ θηλ πλ
  εκπαιδευτικό προσωπικό επίθ + ουσ ουδ
domestic staff n also npl (servants)υπηρετικό προσωπικό ουσ ουδ
 The agency recruits most of its domestic staff overseas.
 Το πρακτορείο προσλαμβάνει υπηρετικό προσωπικό κυρίως από το εξωτερικό.
ground staff n (employees at sports ground)προσωπικό γηπέδου φρ ως ουσ ουδ
 The ground staff are preparing the pitch for the football match.
ground staff n (employees at airport)προσωπικό εδάφους φρ ως ουσ ουδ
 The ground staff at the airport are used to dealing with delayed flights.
half-mast,
also US: half-staff
n
(flag position: low)μεσίστιος επίθ
hotel staff n also npl (employees of a hotel)προσωπικό ξενοδοχείου περίφρ
 The hotel staff were extremely friendly and helpful.
Joint Chief of Staff n US, usually plural (military officer) (αξίωμα στρατού ΗΠΑ)Joint Chief of Staff
  (αντίστοιχο ελληνικό όργανο)Γενικό Επιτελείο Εθνικής Άμυνας περίφρ
  (συντομογραφία)ΓΕΕΘΑ ουσ ουδ άκλ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
kitchen staff n also npl (kitchen employees)προσωπικό κουζίνας φρ ως ουσ ουδ
 Kitchen staff must be scrupulous about hygiene because they handle food.
 Το προσωπικό μιας κουζίνας εστιατορίου πρέπει να είναι σχολαστικό με την υγιεινή, αφού όλα τα τρόφιμα περνάνε από τα δικά τους χέρια.
managerial staff n (business: senior executives)διευθυντικό προσωπικό επίθ + ουσ ουδ
member of staff n (employee)μέλος του προσωπικού φρ ως ουσ ουδ
 Members of staff must carry an ID card at all times.
office staff n (worker)προσωπικό γραφείου φρ ως ουσ ουδ
  υπάλληλος γραφείου φρ ως ουσ αρσ/θηλ
staff assessment n (personnel appraisal)αξιολόγηση προσωπικού φρ ως ουσ θηλ
staff canteen n UK (company cafeteria)κυλικείο για το προσωπικό φρ ως ουσ ουδ
  κυλικείο ουσ ουδ
staff meeting n (company gathering of employees)συνέλευση προσωπικού, συνάντηση προσωπικού φρ ως ουσ θηλ
staff member n (employee)μέλος προσωπικού φρ ως ουσ ουδ
  εργαζόμενος μτχ ενεστ
 Staff members must serve a six-month probation period.
staff nurse n (nurse who works on a ward)νοσοκόμος ουσ θηλ
 The staff nurse from the recovery ward helped me after my surgery.
staff sergeant n US (US Air Force) (αεροπορία)αρχισμηνίας ουσ αρσ/θηλ
staff sergeant n US (US Army) (στρατός ξηράς)αρχιλοχίας ουσ αρσ/θηλ
staff sergeant n US (US Marine Corps) (ναυτικό)αρχικελευστής ουσ αρσ/θηλ
staff training n (development of skills)εκπαίδευση προσωπικού, κατάρτιση προσωπικού φρ ως ουσ θηλ
staff writer n (regular journalist for a newspaper)μόνιμος συντάκτης, μόνιμη συντάκτρια επίθ + ουσ αρσ, επίθ + ουσ θηλ
staffroom,
staff-room
n
UK (lounge for personnel)δωμάτιο προσωπικού περίφρ
 The staffroom has two sofas, a kettle and a microwave.
staffroom,
staff-room
n
UK (room for teachers at school) (πρωτοβάθμια εκπαίδευση)γραφείο των δασκάλων περίφρ
  (δευτεροβάθμια, τριτοβάθμια εκπαίδευση)γραφείο των καθηγητών περίφρ
 Students should not disturb teachers when they are in the staffroom.
support staff n also npl (employees providing backup or assistance)προσωπικό υποστήριξης φρ ως ουσ ουδ
sworn staff n also npl (personnel working in a court of law)ορκωτό προσωπικό επίθ + ουσ ουδ
teaching staff npl (people who teach, teachers)εκπαιδευτικό προσωπικό επίθ + ουσ ουδ
  διδακτικό προσωπικό επίθ + ουσ ουδ
visiting staff n (academia: honorary lecturer)επισκέπτης καθηγητής, επισκέπτρια καθηγήτρια φρ ως ουσ αρσ, φρ ως ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση back staff στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «back staff».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!